- ακαλλιέρητος
- ἀκαλλιέρητος, -ον (Α) [καλλιερῶ]ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς«ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκαλλιέρητος — not accepted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιέρητον — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc sg ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιερήτους — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιερήτων — ἀκαλλιέρητος not accepted masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλλιέρητα — ἀκαλλιέρητος not accepted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)